- εργάτης
- οθηλ. εργάτρια1. αυτός που εργάζεται σωματικά.2. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με το μεροκάματο: Στο εργοστάσιο απασχολούνται πολλοί εργάτες.3. ειδικά αυτός που εργάζεται σε εργοστάσιο.4. αυτός που γενικά εργάζεται σε αντίθεση προς τον άπραγο: Εργάτης της γης, του πνεύματος.5. μτφ., ο πρωταίτιος, ο δράστης: Έγινε ο εργάτης της καταστροφής του.6. βαρούλκο πλοίου για το τράβηγμα της άγκυρας επάνω, αλλ. αργάτης.7. μηχανικό εξάρτημα ελαιοτριβείου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.